μπούγιο

μπούγιο
τό
1) большой объём, большая масса;

κάνω ( — или έχω) μπούγιο — занимать много места, быть громоздким;

2) шумиха, шум;

κάνω μπούγιο — а) наделать шуму, поднять шумиху; — б) пускать пыль в глаза


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπούγιο" в других словарях:

  • μπούγιο — το 1. μεγάλος όγκος 2. μτφ. μεγάλη εντύπωση, δυσανάλογη όμως με την αξία («δεν ήταν πολλοί, αλλά με τις φωνές έκαναν μπούγιο») 3. φρ. «έχω μπούγιο» ή «κάνω μπούγιο» α) καταλαμβάνω πολύ χώρο β) προκαλώ εντύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. buio «σκοτάδι»] …   Dictionary of Greek

  • μπούγιο — το ιου (λ. ιταλ.) 1. μεγάλος όγκος. 2. μτφ., εντύπωση μεγαλύτερη από την πραγματικότητα: Στη συναυλία είχε πολύ μπούγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»